Translation meaning & definition of the word "panache" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πάνας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Panache
[Παναχαίτησ]/pənɑʃ/
noun
1. Distinctive and stylish elegance
- "He wooed her with the confident dash of a cavalry officer"
- synonym:
- dash ,
- elan ,
- flair ,
- panache ,
- style
1. Διακριτική και κομψή κομψότητα
- "Την περιπλανήθηκε με την αυτοπεποίθηση ενός αξιωματικού του ιππικού"
- συνώνυμο:
- ταμπλό ,
- έλαν ,
- φλερτ ,
- παναχαϊδεύω ,
- στυλ
2. A feathered plume on a helmet
- synonym:
- panache
2. Ένα φτερωτό λοφίο σε ένα κράνος
- συνώνυμο:
- παναχαϊδεύω