Translation meaning & definition of the word "pamphlet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φυλλάδιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pamphlet
[Φυλλάδιο]/pæmflət/
noun
1. A small book usually having a paper cover
- synonym:
- booklet ,
- brochure ,
- folder ,
- leaflet ,
- pamphlet
1. Ένα μικρό βιβλίο που συνήθως έχει ένα χάρτινο κάλυμμα
- συνώνυμο:
- βιβλίο ,
- φυλλάδιο ,
- φάκελος ,
- φύλλο οδηγιών
2. A brief treatise on a subject of interest
- Published in the form of a booklet
- synonym:
- tract ,
- pamphlet
2. Μια σύντομη πραγματεία για ένα θέμα ενδιαφέροντος
- Δημοσιεύεται με τη μορφή φυλλαδίου
- συνώνυμο:
- επιφάνεια ,
- φυλλάδιο