Translation meaning & definition of the word "pamper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πάνερ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pamper
[Παραχαϊδεύω]/pæmpər/
verb
1. Treat with excessive indulgence
- "Grandparents often pamper the children"
- "Let's not mollycoddle our students!"
- synonym:
- pamper ,
- featherbed ,
- cosset ,
- cocker ,
- baby ,
- coddle ,
- mollycoddle ,
- spoil ,
- indulge
1. Αντιμετωπίστε με υπερβολική επιείκεια
- "Οι παππούδες συχνά περιποιούνται τα παιδιά"
- "Ας μην χαϊδεύουμε τους μαθητές μας!"
- συνώνυμο:
- περιποιητήσ ,
- φτερωτό ,
- συναναστρέφομαι ,
- πειραχτήσ ,
- μωρό ,
- παλλακίδα ,
- χαϊδεύω ,
- αλλοιώνω ,
- επιτρέπω