Translation meaning & definition of the word "palsy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παράλυση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Palsy
[Παράλυση]/pɔlzi/
noun
1. Loss of the ability to move a body part
- synonym:
- paralysis ,
- palsy
1. Απώλεια της ικανότητας να μετακινήσετε ένα μέρος του σώματος
- συνώνυμο:
- παράλυση
2. A condition marked by uncontrollable tremor
- synonym:
- palsy
2. Μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ανεξέλεγκτο τρόμο
- συνώνυμο:
- παράλυση
verb
1. Affect with palsy
- synonym:
- palsy
1. Επηρεάζει με παράλυση
- συνώνυμο:
- παράλυση