Translation meaning & definition of the word "palpable" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψευδαίσθητο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Palpable
[Ψηλαφητόσ]/pælpəbəl/
adjective
1. Capable of being perceived
- Especially capable of being handled or touched or felt
- "A barely palpable dust"
- "Felt sudden anger in a palpable wave"
- "The air was warm and close--palpable as cotton"
- "A palpable lie"
- synonym:
- palpable ,
- tangible
1. Ικανό να γίνει αντιληπτό
- Ειδικά ικανός να χειριστεί ή να αισθανθεί ή να αγγιχτεί
- "Μια μόλις ψηλαφητή σκόνη"
- "Ένιωσα ξαφνικό θυμό σε ένα ψηλαφητό κύμα"
- "Ο αέρας ήταν ζεστός και κλειστός σαν βαμβάκι"
- "Ένα απαίσιο ψέμα"
- συνώνυμο:
- ψηλαφητόσ ,
- απτός
2. Can be felt by palpation
- "A palpable tumor"
- synonym:
- palpable
2. Μπορεί να γίνει αισθητό με ψηλάφηση
- "Ένας ψηλαφητός όγκος"
- συνώνυμο:
- ψηλαφητόσ