Translation meaning & definition of the word "palliative" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παρηγορητική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Palliative
[Παρηγορητικόσ]/pæliətɪv/
noun
1. Remedy that alleviates pain without curing
- synonym:
- palliative ,
- alleviant ,
- alleviator
1. Θεραπεία που ανακουφίζει τον πόνο χωρίς θεραπεία
- συνώνυμο:
- παρηγορητικόσ ,
- ανακουφιστικόσ ,
- ανακουφιστήσ
adjective
1. Moderating pain or sorrow by making it easier to bear
- synonym:
- alleviative ,
- alleviatory ,
- lenitive ,
- mitigative ,
- mitigatory ,
- palliative
1. Μετρίαση του πόνου ή της θλίψης, καθιστώντας ευκολότερη την αντοχή
- συνώνυμο:
- ανακουφιστικόσ ,
- επιφυλακτικόσ ,
- μετριαστικόσ ,
- παρηγορητικόσ