Translation meaning & definition of the word "palette" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παλέτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Palette
[Παλέτα]/pælət/
noun
1. The range of colour characteristic of a particular artist or painting or school of art
- synonym:
- palette ,
- pallet
1. Το εύρος των χρωμάτων που χαρακτηρίζουν έναν συγκεκριμένο καλλιτέχνη ή ζωγραφική ή σχολή τέχνης
- συνώνυμο:
- παλέτα
2. Board that provides a flat surface on which artists mix paints and the range of colors used
- synonym:
- palette ,
- pallet
2. Πίνακας που παρέχει μια επίπεδη επιφάνεια στην οποία οι καλλιτέχνες αναμειγνύουν τα χρώματα και το φάσμα των χρωμάτων
- συνώνυμο:
- παλέτα
3. One of the rounded armor plates at the armpits of a suit of armor
- synonym:
- pallette ,
- palette
3. Μία από τις στρογγυλεμένες πλάκες θωράκισης στις μασχάλες ενός κοστουμιού πανοπλίας
- συνώνυμο:
- παλέτα