Translation meaning & definition of the word "pale" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παλέ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pale
[Χαλαρός]/pel/
noun
1. A wooden strip forming part of a fence
- synonym:
- picket ,
- pale
1. Μια ξύλινη λωρίδα που αποτελεί μέρος ενός φράχτη
- συνώνυμο:
- πίκετ ,
- χαλαρός
verb
1. Turn pale, as if in fear
- synonym:
- pale ,
- blanch ,
- blench
1. Γίνετε χλωμό, σαν να φοβάστε
- συνώνυμο:
- χαλαρός ,
- λεύκανση ,
- μπλενχ
adjective
1. Very light colored
- Highly diluted with white
- "Pale seagreen"
- "Pale blue eyes"
- synonym:
- pale
1. Πολύ ανοιχτόχρωμο
- Πολύ αραιωμένο με λευκό
- "Παλιά θαλασσοπράσινη"
- "Μπλε μάτια"
- συνώνυμο:
- χαλαρός
2. (of light) lacking in intensity or brightness
- Dim or feeble
- "The pale light of a half moon"
- "A pale sun"
- "The late afternoon light coming through the el tracks fell in pale oblongs on the street"
- "A pallid sky"
- "The pale (or wan) stars"
- "The wan light of dawn"
- synonym:
- pale ,
- pallid ,
- wan ,
- sick
2. ( του φωτισμού) χωρίς ένταση ή φωτεινότητα
- Αμυδρό ή αδύναμο
- "Το χλωμό φως ενός μισού φεγγαριού"
- "Ένας χλωμός ήλιος"
- "Το αργά το απόγευμα φως που έρχεται μέσα από τα κομμάτια έπεσε σε χλωμά επιμήκη στο δρόμο"
- "Ένας αστείος ουρανός"
- "Τα ανοιχτά ( αστέρια"
- "Το φως της αυγής"
- συνώνυμο:
- χαλαρός ,
- παλλίδα ,
- γουάν ,
- άρρωστος
3. Lacking in vitality or interest or effectiveness
- "A pale rendition of the aria"
- "Pale prose with the faint sweetness of lavender"
- "A pallid performance"
- synonym:
- pale ,
- pallid
3. Έλλειψη ζωτικότητας ή ενδιαφέροντος ή αποτελεσματικότητας
- "Μια χλωμή απόδοση της άριας"
- "Παλιά πεζογραφία με την αχνή γλυκύτητα της λεβάντας"
- "Μια ανάλαφρη απόδοση"
- συνώνυμο:
- χαλαρός ,
- παλλίδα
4. Abnormally deficient in color as suggesting physical or emotional distress
- "The pallid face of the invalid"
- "Her wan face suddenly flushed"
- synonym:
- pale ,
- pallid ,
- wan
4. Ασυνήθιστα ανεπαρκής στο χρώμα, όπως υποδηλώνει σωματική ή συναισθηματική δυσφορία
- "Το ανόητο πρόσωπο του άκυρου"
- "Το πρόσωπό της ξαφνικά ξεπλένεται"
- συνώνυμο:
- χαλαρός ,
- παλλίδα ,
- γουάν
5. Not full or rich
- "High, pale, pure and lovely song"
- synonym:
- pale
5. Όχι πλήρης ή πλούσιος
- "Υψηλό, χλωμό, αγνό και υπέροχο τραγούδι"
- συνώνυμο:
- χαλαρός
Examples of using
Tom was as pale as a sheet.
Ο Τομ ήταν τόσο χλωμός όσο ένα φύλλο.
She became pale after hearing the news.
Έγινε χλωμό αφού άκουσε τα νέα.
You're as pale as a ghost.
Είσαι τόσο χλωμός όσο ένα φάντασμα.