Translation meaning & definition of the word "palatial" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παλατιωτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Palatial
[Παλατιανή]/pəleʃəl/
adjective
1. Relating to or being a palace
- "The palatial residence"
- synonym:
- palatial
1. Σχετίζονται ή είναι ένα παλάτι
- "Η ανακτορική κατοικία"
- συνώνυμο:
- παλατιανή
2. Suitable for or like a palace
- "Palatial furnishings"
- "A palatial yacht"
- synonym:
- palatial
2. Κατάλληλο για ή σαν παλάτι
- "Παλατιωτική επίπλωση"
- "Ένα ανακτορικό γιοτ"
- συνώνυμο:
- παλατιανή