Translation meaning & definition of the word "palace" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παλάτι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Palace
[Παλάτι]/pæləs/
noun
1. A large and stately mansion
- synonym:
- palace ,
- castle
1. Ένα μεγάλο και αρχοντικό
- συνώνυμο:
- παλάτι ,
- κάστρο
2. The governing group of a kingdom
- "The palace issued an order binding on all subjects"
- synonym:
- palace
2. Η κυβερνητική ομάδα ενός βασιλείου
- "Το παλάτι εξέδωσε μια παραγγελία δεσμευτική για όλα τα θέματα"
- συνώνυμο:
- παλάτι
3. A large ornate exhibition hall
- synonym:
- palace
3. Μια μεγάλη περίτεχνη αίθουσα έκθεσης
- συνώνυμο:
- παλάτι
4. Official residence of an exalted person (as a sovereign)
- synonym:
- palace
4. Επίσημη κατοικία ενός εξυψωμένου προσώπου (ας ένα κυρίαρχο)
- συνώνυμο:
- παλάτι
Examples of using
The palace was heavily guarded.
Το παλάτι ήταν βαριά φυλαγμένο.
She guided me to the palace.
Με οδήγησε στο παλάτι.
This is the palace the king and queen live in.
Αυτό είναι το παλάτι στο οποίο ζει ο βασιλιάς και η βασίλισσα.