Translation meaning & definition of the word "paired" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζευγαρωμένο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Paired
[Πληρωμένο]/pɛrd/
adjective
1. Used of gloves, socks, etc.
- synonym:
- mated ,
- paired
1. Χρησιμοποιημένος των γαντιών, των κάλτσων, κ.λπ.
- συνώνυμο:
- ζευγαρωμένο ,
- ζευγαρώνω
2. Of leaves etc
- Growing in pairs on either side of a stem
- "Opposite leaves"
- synonym:
- opposite ,
- paired
2. Από φύλλα κ.λπ
- Αυξάνεται σε ζεύγη και στις δύο πλευρές ενός στελέχους
- "Αντίθετα φύλλα"
- συνώνυμο:
- αντίθετα ,
- ζευγαρώνω
3. Mated sexually
- synonym:
- paired
3. Ζευγαρωμένο σεξουαλικά
- συνώνυμο:
- ζευγαρώνω
Examples of using
The boys and girls paired off for the dance.
Τα αγόρια και τα κορίτσια συνεργάστηκαν για το χορό.