Translation meaning & definition of the word "painting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ζωγραφική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Painting
[Ζωγραφική]/pentɪŋ/
noun
1. Graphic art consisting of an artistic composition made by applying paints to a surface
- "A small painting by picasso"
- "He bought the painting as an investment"
- "His pictures hang in the louvre"
- synonym:
- painting ,
- picture
1. Γραφική τέχνη που αποτελείται από μια καλλιτεχνική σύνθεση που γίνεται με την εφαρμογή χρωμάτων σε μια επιφάνεια
- "Ένας μικρός πίνακας του πικάσο"
- "Αγόρασε τον πίνακα ως επένδυση"
- "Οι φωτογραφίες του κρέμονται στο λούβρο"
- συνώνυμο:
- ζωγραφική ,
- εικόνα
2. Creating a picture with paints
- "He studied painting and sculpture for many years"
- synonym:
- painting
2. Δημιουργία μιας εικόνας με χρώματα
- "Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική για πολλά χρόνια"
- συνώνυμο:
- ζωγραφική
3. The act of applying paint to a surface
- "You can finish the job of painting faster with a roller than with a brush"
- synonym:
- painting
3. Η πράξη της εφαρμογής του χρώματος σε μια επιφάνεια
- "Μπορείτε να τελειώσετε τη δουλειά της ζωγραφικής πιο γρήγορα με έναν κύλινδρο παρά με μια βούρτσα"
- συνώνυμο:
- ζωγραφική
4. The occupation of a house painter
- "House painting was the only craft he knew"
- synonym:
- painting ,
- house painting
4. Η κατάληψη ενός ζωγράφου σπιτιών
- "Η ζωγραφική του σπιτιού ήταν το μόνο σκάφος που ήξερε"
- συνώνυμο:
- ζωγραφική ,
- ζωγραφική σπιτιών
Examples of using
What does this painting represent?
Τι αντιπροσωπεύει αυτός ο πίνακας?
Tom is painting the deck.
Ο Τομ ζωγραφίζει το κατάστρωμα.
Is that an original painting?
Είναι αυτός ένας πρωτότυπος πίνακας?