Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "paint" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπογιά" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Paint

[Βαφή]
/pent/

noun

1. A substance used as a coating to protect or decorate a surface (especially a mixture of pigment suspended in a liquid)

  • Dries to form a hard coating
  • "Artists use `paint' and `pigment' interchangeably"
    synonym:
  • paint
  • ,
  • pigment

1. Μια ουσία που χρησιμοποιείται ως επίστρωση για την προστασία ή τη διακόσμηση μιας επιφάνειας (ειδικά ένα μείγμα χρωστικής που αιωρείται

  • Στεγνώνει για να σχηματίσει μια σκληρή επίστρωση
  • "Οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν εναλλακτικά την `ζωγραφική' και το `κομμάτι"
    συνώνυμο:
  • χρώμα
  • ,
  • χρωστική ουσία

2. (basketball) a space (including the foul line) in front of the basket at each end of a basketball court

  • Usually painted a different color from the rest of the court
  • "He hit a jump shot from the top of the key"
  • "He dominates play in the paint"
    synonym:
  • key
  • ,
  • paint

2. (μπάσκετ) ένας χώρος ( συμπεριλαμβανομένης της φουλ γραμμής) μπροστά από το καλάθι σε κάθε άκρο ενός γηπέδου μπάσκετ

  • Συνήθως ζωγράφιζε ένα διαφορετικό χρώμα από το υπόλοιπο γήπεδο
  • "Χτύπησε ένα πλάνο άλμα από την κορυφή του κλειδιού"
  • "Κυριαρχεί στο παιχνίδι στο χρώμα"
    συνώνυμο:
  • κλειδί
  • ,
  • χρώμα

3. Makeup consisting of a pink or red powder applied to the cheeks

    synonym:
  • rouge
  • ,
  • paint
  • ,
  • blusher

3. Μακιγιάζ που αποτελείται από ροζ ή κόκκινη σκόνη που εφαρμόζεται στα μάγουλα

    συνώνυμο:
  • ρουζ
  • ,
  • χρώμα
  • ,
  • θολώνων

verb

1. Make a painting

  • "He painted all day in the garden"
  • "He painted a painting of the garden"
    synonym:
  • paint

1. Φτιάχνω έναν πίνακα

  • "Ζωγράφιζε όλη μέρα στον κήπο"
  • "Ζωγράφισε έναν πίνακα του κήπου"
    συνώνυμο:
  • χρώμα

2. Apply paint to

  • Coat with paint
  • "We painted the rooms yellow"
    synonym:
  • paint

2. Εφαρμόστε χρώμα σε

  • Παλτό με χρώμα
  • "Ζωγραφίσαμε τα δωμάτια κίτρινα"
    συνώνυμο:
  • χρώμα

3. Make a painting of

  • "He painted his mistress many times"
    synonym:
  • paint

3. Φτιάχνω έναν πίνακα

  • "Ζωγράφισε την ερωμένη του πολλές φορές"
    συνώνυμο:
  • χρώμα

4. Apply a liquid to

  • E.g., paint the gutters with linseed oil
    synonym:
  • paint

4. Εφαρμόστε ένα υγρό σε

  • Π.χ. χρωματίστε τις υδρορροές με λινέλαιο
    συνώνυμο:
  • χρώμα

Examples of using

I asked Tom how much he thought it would cost to get someone to paint our house.
Ρώτησα τον Τομ πόσο πίστευε ότι θα κόστιζε να βάλει κάποιον να ζωγραφίσει το σπίτι μας.
We can paint your room any color you want.
Μπορούμε να βάψουμε το δωμάτιό σας όποιο χρώμα θέλετε.
How much would you charge to paint my house?
Πόσο θα χρεώνατε για να βάψετε το σπίτι μου?