Translation meaning & definition of the word "painfully" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επίτηδες" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Painfully
[Οδυνηρά]/penfəli/
adverb
1. Unpleasantly
- "His ignorance was painfully obvious"
- synonym:
- painfully ,
- distressingly
1. Δυσάρεστα
- "Η άγνοιά του ήταν οδυνηρά προφανής"
- συνώνυμο:
- οδυνηρά ,
- ανησυχητικά
2. In or as if in pain
- "She moved painfully forward"
- "Sorely wounded"
- synonym:
- painfully ,
- sorely
2. Μέσα ή σαν να πονάει
- "Προχώρησε οδυνηρά προς τα εμπρός"
- "Πολύ τραυματισμένοι"
- συνώνυμο:
- οδυνηρά ,
- πονηρά
Examples of using
When Rafael was studying medicine, he painfully saw how people afflicted by heart diseases died due to lack of adequate medical equipment.
Όταν ο Ραφαέλ σπούδαζε ιατρική, είδε οδυνηρά πώς οι άνθρωποι που πάσχουν από καρδιακές παθήσεις πέθαναν λόγω έλλειψης επαρκούς ιατρικού εξοπλισμού.
Your words wound painfully.
Τα λόγια σου πληγώνουν οδυνηρά.