Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "pain" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πόνος" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Pain

[Πόνος]
/pen/

noun

1. A symptom of some physical hurt or disorder

  • "The patient developed severe pain and distension"
    synonym:
  • pain
  • ,
  • hurting

1. Ένα σύμπτωμα κάποιας σωματικής βλάβης ή διαταραχής

  • "Ο ασθενής ανέπτυξε έντονο πόνο και διάταση"
    συνώνυμο:
  • πόνος
  • ,
  • πληγώνει

2. Emotional distress

  • A fundamental feeling that people try to avoid
  • "The pain of loneliness"
    synonym:
  • pain
  • ,
  • painfulness

2. Συναισθηματική δυσφορία

  • Ένα βασικό συναίσθημα που οι άνθρωποι προσπαθούν να αποφύγουν
  • "Ο πόνος της μοναξιάς"
    συνώνυμο:
  • πόνος
  • ,
  • οδυνηρότητα

3. A somatic sensation of acute discomfort

  • "As the intensity increased the sensation changed from tickle to pain"
    synonym:
  • pain
  • ,
  • pain sensation
  • ,
  • painful sensation

3. Μια σωματική αίσθηση οξείας δυσφορίας

  • "Καθώς η ένταση αυξήθηκε η αίσθηση άλλαξε από γαργάλημα σε πόνο"
    συνώνυμο:
  • πόνος
  • ,
  • αίσθηση πόνου
  • ,
  • οδυνηρή αίσθηση

4. A bothersome annoying person

  • "That kid is a terrible pain"
    synonym:
  • pain
  • ,
  • pain in the neck
  • ,
  • nuisance

4. Ένα ενοχλητικό ενοχλητικό άτομο

  • "Αυτό το παιδί είναι ένας τρομερός πόνος"
    συνώνυμο:
  • πόνος
  • ,
  • πόνος στο λαιμό
  • ,
  • ενόχληση

5. Something or someone that causes trouble

  • A source of unhappiness
  • "Washing dishes was a nuisance before we got a dish washer"
  • "A bit of a bother"
  • "He's not a friend, he's an infliction"
    synonym:
  • annoyance
  • ,
  • bother
  • ,
  • botheration
  • ,
  • pain
  • ,
  • infliction
  • ,
  • pain in the neck
  • ,
  • pain in the ass

5. Κάτι ή κάποιος που προκαλεί προβλήματα

  • Πηγή δυστυχίας
  • "Το πλύσιμο των πιάτων ήταν μια ενόχληση πριν πάρουμε ένα πλυντήριο πιάτων"
  • "Λίγο κόπο"
  • "Δεν είναι φίλος, είναι πρόκληση"
    συνώνυμο:
  • ενόχληση
  • ,
  • ενοχλώ
  • ,
  • πόνος
  • ,
  • πρόκληση
  • ,
  • πόνος στο λαιμό
  • ,
  • πόνος στον κώλο

verb

1. Cause bodily suffering to and make sick or indisposed

    synonym:
  • trouble
  • ,
  • ail
  • ,
  • pain

1. Προκαλέστε σωματική ταλαιπωρία και αρρωστήστε ή αποθαρρύνετε

    συνώνυμο:
  • πρόβλημα
  • ,
  • ασθένεια
  • ,
  • πόνος

2. Cause emotional anguish or make miserable

  • "It pains me to see my children not being taught well in school"
    synonym:
  • pain
  • ,
  • anguish
  • ,
  • hurt

2. Προκαλέστε συναισθηματική αγωνία ή κάντε δυστυχισμένο

  • "Με πονάει να βλέπω τα παιδιά μου να μην διδάσκονται καλά στο σχολείο"
    συνώνυμο:
  • πόνος
  • ,
  • αγωνία
  • ,
  • πληγώνω

Examples of using

Tom has a low tolerance for pain.
Ο Τομ έχει χαμηλή ανοχή στον πόνο.
My pain is excruciating.
Ο πόνος μου είναι βασανιστικός.
Tom was racked with pain.
Ο Τομ ήταν βασανισμένος από πόνο.