Translation meaning & definition of the word "pail" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αλογοουρά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pail
[Αναπηδώ]/pel/
noun
1. A roughly cylindrical vessel that is open at the top
- synonym:
- bucket ,
- pail
1. Ένα περίπου κυλινδρικό δοχείο που είναι ανοιχτό στην κορυφή
- συνώνυμο:
- κάδος ,
- περικόπτω
2. The quantity contained in a pail
- synonym:
- pail ,
- pailful
2. Η ποσότητα που περιέχεται σε ένα παλμό
- συνώνυμο:
- περικόπτω ,
- ευκίνητοσ
Examples of using
Fill up this pail with water.
Γεμίστε αυτό το πανί με νερό.