Translation meaning & definition of the word "pagination" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σελιδοποίηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pagination
[Σελιδοποίηση]/pæʤəneʃən/
noun
1. The system of numbering pages
- synonym:
- pagination ,
- folio ,
- page number ,
- paging
1. Το σύστημα των σελίδων αρίθμησης
- συνώνυμο:
- σελιδοποίηση ,
- φύλλο ,
- αριθμός σελίδας