Translation meaning & definition of the word "pager" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παίκτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pager
[Πάγκερ]/peʤər/
noun
1. An electronic device that generates a series of beeps when the person carrying it is being paged
- synonym:
- beeper ,
- pager
1. Μια ηλεκτρονική συσκευή που παράγει μια σειρά από μπιπ όταν το άτομο που το μεταφέρει είναι σελιδοποιημένο
- συνώνυμο:
- βομβητήσ ,
- πάγκερ