Translation meaning & definition of the word "pageant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "σελίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pageant
[Περίπατοσ]/pæʤənt/
noun
1. An elaborate representation of scenes from history etc
- Usually involves a parade with rich costumes
- synonym:
- pageant ,
- pageantry
1. Μια περίτεχνη αναπαράσταση σκηνών από την ιστορία κ.λπ
- Συνήθως περιλαμβάνει μια παρέλαση με πλούσια κοστούμια
- συνώνυμο:
- παραπομπή ,
- παραστατικό
2. A rich and spectacular ceremony
- synonym:
- pageant ,
- pageantry
2. Μια πλούσια και θεαματική τελετή
- συνώνυμο:
- παραπομπή ,
- παραστατικό