Translation meaning & definition of the word "page" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σελίδα" στην ελληνική γλώσσα
Page
[Σελίδα]noun
1. One side of one leaf (of a book or magazine or newspaper or letter etc.) or the written or pictorial matter it contains
- synonym:
- page
1. Μια πλευρά ενός φύλλου ( ενός βιβλίου ή ενός περιοδικού ή μιας εφημερίδας ή ενός γράμματος κλπ.) ή του γραπτού ή εικονογραφικού θέματος που περιέχει
- συνώνυμο:
- σελίδα
2. English industrialist who pioneered in the design and manufacture of aircraft (1885-1962)
- synonym:
- Page ,
- Sir Frederick Handley Page
2. Άγγλος βιομήχανος πρωτοπόρος στο σχεδιασμό και την κατασκευή αεροσκαφών (1885-1962)
- συνώνυμο:
- Σελίδα ,
- Φρέντερικ Χάντλεϊ Σελίδα
3. United states diplomat and writer about the old south (1853-1922)
- synonym:
- Page ,
- Thomas Nelson Page
3. Αμερικανός διπλωμάτης και συγγραφέας για τον παλαιό νότο (1853-1922)
- συνώνυμο:
- Σελίδα ,
- Τόμας Νέλσον Σελίδα
4. A boy who is employed to run errands
- synonym:
- page ,
- pageboy
4. Ένα αγόρι που εργάζεται για να τρέξει θελήματα
- συνώνυμο:
- σελίδα ,
- αντιπαραθέσεωσ
5. A youthful attendant at official functions or ceremonies such as legislative functions and weddings
- synonym:
- page
5. Ένας νεαρός συνοδός σε επίσημες λειτουργίες ή τελετές όπως νομοθετικές λειτουργίες και γάμοι
- συνώνυμο:
- σελίδα
6. In medieval times a youth acting as a knight's attendant as the first stage in training for knighthood
- synonym:
- page ,
- varlet
6. Στους μεσαιωνικούς χρόνους μια νεολαία που ενεργεί ως ιππότης ως το πρώτο στάδιο στην εκπαίδευση για ιππότη
- συνώνυμο:
- σελίδα ,
- βαρλί
verb
1. Contact, as with a pager or by calling somebody's name over a p.a. system
- synonym:
- page
1. Επικοινωνήστε, όπως με έναν παίκτη ή καλώντας το όνομα κάποιου πάνω από ένα σύστημα π.α
- συνώνυμο:
- σελίδα
2. Work as a page
- "He is paging in congress this summer"
- synonym:
- page
2. Εργασία ως σελίδα
- "Σελιδοποιεί στο κογκρέσο αυτό το καλοκαίρι"
- συνώνυμο:
- σελίδα
3. Number the pages of a book or manuscript
- synonym:
- foliate ,
- paginate ,
- page
3. Αρίθμησε τις σελίδες ενός βιβλίου ή ενός χειρογράφου
- συνώνυμο:
- φυλλοειδήσ ,
- σελιδοποιώ ,
- σελίδα