Translation meaning & definition of the word "padre" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πατέρας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Padre
[Πάντρε]/pædre/
noun
1. A chaplain in one of the military services
- synonym:
- military chaplain ,
- padre ,
- Holy Joe ,
- sky pilot
1. Ένας ιερέας σε μια από τις στρατιωτικές υπηρεσίες
- συνώνυμο:
- στρατιωτικός ιερέας ,
- παντρέ ,
- Ιερός Τζο ,
- πιλότος του ουρανού
2. `father' is a term of address for priests in some churches (especially the roman catholic church or the orthodox catholic church)
- `padre' is frequently used in the military
- synonym:
- Father ,
- Padre
2. Ο πατέρας είναι ένας όρος διεύθυνσης για τους ιερείς σε μερικές εκκλησίες (ειδικά η ρωμαιοκαθολική εκκλησία ή η ορθόδοξη καθολική εκκλησία)
- Το πατέρας χρησιμοποιείται συχνά στο στρατό
- συνώνυμο:
- Πατέρας ,
- Πάντρε