Translation meaning & definition of the word "paddock" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παντόκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Paddock
[Καπακτή]/pædək/
noun
1. Pen where racehorses are saddled and paraded before a race
- synonym:
- paddock
1. Στυλό όπου τα αγωνιστικά άλογα είναι στριμωγμένα και παραδείγματα πριν από έναν αγώνα
- συνώνυμο:
- παντούκα