Translation meaning & definition of the word "paddle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουπί" στην ελληνική γλώσσα
Paddle
[Κουπί]noun
1. Small wooden bat with a flat surface
- Used for hitting balls in various games
- synonym:
- paddle
1. Μικρό ξύλινο ρόπαλο με επίπεδη επιφάνεια
- Χρησιμοποιείται για το χτύπημα μπάλες σε διάφορα παιχνίδια
- συνώνυμο:
- κουπί
2. A blade of a paddle wheel or water wheel
- synonym:
- paddle
2. Μια λεπίδα ενός τροχού κουπιού ή του τροχού νερού
- συνώνυμο:
- κουπί
3. An instrument of punishment consisting of a flat board
- synonym:
- paddle
3. Ένα όργανο τιμωρίας που αποτελείται από ένα επίπεδο συμβούλιο
- συνώνυμο:
- κουπί
4. A short light oar used without an oarlock to propel a canoe or small boat
- synonym:
- paddle ,
- boat paddle
4. Ένα κοντό ελαφρύ κουπί που χρησιμοποιείται χωρίς ένα λουρί για να ωθήσει ένα κανό ή ένα μικρό σκάφος
- συνώνυμο:
- κουπί ,
- κουπί βάρκα
verb
1. Propel with a paddle
- "Paddle your own canoe"
- synonym:
- paddle
1. Προπέλα με κουπί
- "Κουπί το δικό σου κανό"
- συνώνυμο:
- κουπί
2. Play in or as if in water, as of small children
- synonym:
- dabble ,
- paddle ,
- splash around
2. Παίξτε μέσα ή σαν στο νερό, από τα μικρά παιδιά
- συνώνυμο:
- πατώ ,
- κουπί ,
- πετάξτε
3. Swim like a dog in shallow water
- synonym:
- paddle
3. Κολυμπήστε σαν σκύλος σε ρηχά νερά
- συνώνυμο:
- κουπί
4. Walk unsteadily
- "Small children toddle"
- synonym:
- toddle ,
- coggle ,
- totter ,
- dodder ,
- paddle ,
- waddle
4. Περπατήστε ασταθή
- "Μικρό παιδί παιδί"
- συνώνυμο:
- παιδί ,
- παίζω ,
- τοτ ,
- ντόντερ ,
- κουπί ,
- κουδούνι
5. Give a spanking to
- Subject to a spanking
- synonym:
- spank ,
- paddle ,
- larrup
5. Παραδίδω
- Υπόκειται σε ένα ξύλο
- συνώνυμο:
- παλλόμενοσ ,
- κουπί ,
- λάραχο
6. Stir with a paddle
- synonym:
- paddle
6. Ανακατέψτε με ένα κουπί
- συνώνυμο:
- κουπί