Translation meaning & definition of the word "padding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "προσθήκη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Padding
[Επιπλέω]/pædɪŋ/
noun
1. Artifact consisting of soft or resilient material used to fill or give shape or protect or add comfort
- synonym:
- padding ,
- cushioning
1. Τεχνούργημα που αποτελείται από μαλακό ή ανθεκτικό υλικό που χρησιμοποιείται για να γεμίσει ή να δώσει σχήμα ή προστασία ή άνεση
- συνώνυμο:
- παραγέμισμα ,
- απορρόφηση
Examples of using
Tom was caught padding his expense account.
Ο Τομ πιάστηκε να παίρνει τον λογαριασμό του.