Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "pack" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πακέτο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Pack

[Πακέτο]
/pæk/

noun

1. A large indefinite number

  • "A battalion of ants"
  • "A multitude of tv antennas"
  • "A plurality of religions"
    synonym:
  • battalion
  • ,
  • large number
  • ,
  • multitude
  • ,
  • plurality
  • ,
  • pack

1. Ένας μεγάλος αριθμός αόριστος

  • "Ένα τάγμα μυρμηγκιών"
  • "Πλήθος κεραιών τηλεόρασης"
  • "Πολλές θρησκείες"
    συνώνυμο:
  • τάγμα
  • ,
  • μεγάλος αριθμός
  • ,
  • πλήθος
  • ,
  • πολυφωνία
  • ,
  • πακέτο

2. A complete collection of similar things

    synonym:
  • pack

2. Μια πλήρης συλλογή παρόμοιων πραγμάτων

    συνώνυμο:
  • πακέτο

3. A convenient package or parcel (as of cigarettes or film)

    synonym:
  • pack

3. Ένα βολικό πακέτο ή δέμα (α τσιγάρων ή φιλμ)

    συνώνυμο:
  • πακέτο

4. An association of criminals

  • "Police tried to break up the gang"
  • "A pack of thieves"
    synonym:
  • gang
  • ,
  • pack
  • ,
  • ring
  • ,
  • mob

4. Μια ένωση εγκληματιών

  • "Η αστυνομία προσπάθησε να διαλύσει τη συμμορία"
  • "Ένα πακέτο κλεφτών"
    συνώνυμο:
  • συμμορία
  • ,
  • πακέτο
  • ,
  • δαχτυλίδι
  • ,
  • όχλοσ

5. An exclusive circle of people with a common purpose

    synonym:
  • clique
  • ,
  • coterie
  • ,
  • ingroup
  • ,
  • inner circle
  • ,
  • pack
  • ,
  • camp

5. Ένας αποκλειστικός κύκλος ανθρώπων με κοινό σκοπό

    συνώνυμο:
  • κλίκα
  • ,
  • επιτυχία
  • ,
  • εισαγωγή
  • ,
  • εσωτερικός κύκλος
  • ,
  • πακέτο
  • ,
  • στρατόπεδο

6. A group of hunting animals

    synonym:
  • pack

6. Μια ομάδα κυνηγετικών ζώων

    συνώνυμο:
  • πακέτο

7. A cream that cleanses and tones the skin

    synonym:
  • pack
  • ,
  • face pack

7. Μια κρέμα που καθαρίζει και τονώνει το δέρμα

    συνώνυμο:
  • πακέτο
  • ,
  • πακέτο προσώπου

8. A sheet or blanket (either dry or wet) to wrap around the body for its therapeutic effect

    synonym:
  • pack

8. Ένα φύλλο ή μια κουβέρτα (είτε ξηρό είτε υγρό) για να τυλίξει γύρω από το σώμα για το θεραπευτικό του αποτέλεσμα

    συνώνυμο:
  • πακέτο

9. A bundle (especially one carried on the back)

    synonym:
  • pack

9. Μια δέσμη (ειδικά ένα που μεταφέρεται στο πίσω)

    συνώνυμο:
  • πακέτο

verb

1. Arrange in a container

  • "Pack the books into the boxes"
    synonym:
  • pack

1. Τακτοποιήστε σε ένα δοχείο

  • "Συσκευάστε τα βιβλία στα κουτιά"
    συνώνυμο:
  • πακέτο

2. Fill to capacity

  • "This singer always packs the concert halls"
  • "The murder trial packed the court house"
    synonym:
  • pack

2. Συμπληρώστε την ικανότητα

  • "Αυτός ο τραγουδιστής πάντα συσκευάζει τις αίθουσες συναυλιών"
  • "Η δίκη του φόνου συσκεύασε το δικαστήριο"
    συνώνυμο:
  • πακέτο

3. Compress into a wad

  • "Wad paper into the box"
    synonym:
  • pack
  • ,
  • bundle
  • ,
  • wad
  • ,
  • compact

3. Συμπιέζεται σε μια βάνα

  • "Χαρτί στο κουτί"
    συνώνυμο:
  • πακέτο
  • ,
  • δέσμη
  • ,
  • βατ
  • ,
  • συμπαγής

4. Carry, as on one's back

  • "Pack your tents to the top of the mountain"
    synonym:
  • pack

4. Συνεχίστε, όπως και στην πλάτη ενός ατόμου

  • "Συσκευάστε τις σκηνές σας στην κορυφή του βουνού"
    συνώνυμο:
  • πακέτο

5. Set up a committee or legislative body with one's own supporters so as to influence the outcome

  • "Pack a jury"
    synonym:
  • pack

5. Συγκρότηση επιτροπής ή νομοθετικού σώματος με τους υποστηρικτές του, ώστε να επηρεαστεί το αποτέλεσμα

  • "Πακέτο κριτικής επιτροπής"
    συνώνυμο:
  • πακέτο

6. Have with oneself

  • Have on one's person
  • "She always takes an umbrella"
  • "I always carry money"
  • "She packs a gun when she goes into the mountains"
    synonym:
  • carry
  • ,
  • pack
  • ,
  • take

6. Έχω με τον εαυτό μου

  • Έχετε στο άτομο κάποιου
  • "Πάντα παίρνει ομπρέλα"
  • "Πάντα κουβαλάω χρήματα"
  • "Συσκευάζει ένα όπλο όταν πηγαίνει στα βουνά"
    συνώνυμο:
  • μεταφέρω
  • ,
  • πακέτο
  • ,
  • παίρνω

7. Press tightly together or cram

  • "The crowd packed the auditorium"
    synonym:
  • throng
  • ,
  • mob
  • ,
  • pack
  • ,
  • pile
  • ,
  • jam

7. Πιέστε σφιχτά μαζί ή κράμπες

  • "Το πλήθος συσκεύασε το αμφιθέατρο"
    συνώνυμο:
  • τραγούδι
  • ,
  • όχλοσ
  • ,
  • πακέτο
  • ,
  • σωρός
  • ,
  • μαρμελάδα

8. Hike with a backpack

  • "Every summer they are backpacking in the rockies"
    synonym:
  • backpack
  • ,
  • pack

8. Πεζοπορία με ένα σακίδιο

  • "Κάθε καλοκαίρι παίρνουν σακίδιο στους βράχους"
    συνώνυμο:
  • σακίδιο
  • ,
  • πακέτο

9. Press down tightly

  • "Tamp the coffee grinds in the container to make espresso"
    synonym:
  • tamp down
  • ,
  • tamp
  • ,
  • pack

9. Πιέστε τα κάτω σφιχτά

  • "Αλέστε τις αλέσεις του καφέ στο δοχείο για να φτιάξετε εσπρέσο"
    συνώνυμο:
  • βάζω προς τα κάτω
  • ,
  • βαμβακερό
  • ,
  • πακέτο

10. Seal with packing

  • "Pack the faucet"
    synonym:
  • pack

10. Σφραγίδα με τη συσκευασία

  • "Συσκευάστε τη βρύση"
    συνώνυμο:
  • πακέτο

11. Have the property of being packable or of compacting easily

  • "This powder compacts easily"
  • "Such odd-shaped items do not pack well"
    synonym:
  • compact
  • ,
  • pack

11. Έχετε την ιδιότητα να είστε συσκευασμένοι ή να συμπιέζετε εύκολα

  • "Αυτή η σκόνη συμπιέζεται εύκολα"
  • "Τόσα περίεργα αντικείμενα δεν συσκευάζουν καλά"
    συνώνυμο:
  • συμπαγής
  • ,
  • πακέτο

12. Load with a pack

    synonym:
  • pack
  • ,
  • load down

12. Φορτίο με ένα πακέτο

    συνώνυμο:
  • πακέτο
  • ,
  • φορτώνω

13. Treat the body or any part of it by wrapping it, as with blankets or sheets, and applying compresses to it, or stuffing it to provide cover, containment, or therapy, or to absorb blood

  • "The nurse packed gauze in the wound"
  • "You had better pack your swollen ankle with ice"
    synonym:
  • pack

13. Αντιμετωπίστε το σώμα ή οποιοδήποτε μέρος του τυλίγοντάς το, όπως με κουβέρτες ή φύλλα, ή εφαρμόζοντας συμπιέσεις για κάλυψη, συγκράτηση ή θερα, ή να απορροφήσει το αίμα

  • "Η νοσοκόμα συσκεύασε γάζα στην πληγή"
  • "Είχατε καλύτερα να συσκευάσετε τον πρησμένο αστράγαλό σας με πάγο"
    συνώνυμο:
  • πακέτο

Examples of using

That story is a pack of lies.
Αυτή η ιστορία είναι ένα πακέτο ψεμάτων.
Where is that new pack of cards?
Πού είναι αυτό το νέο πακέτο των καρτών?
I want to buy a pack of cigarettes.
Θέλω να αγοράσω ένα πακέτο τσιγάρα.