Translation meaning & definition of the word "pacifist" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πατιφιστής" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pacifist
[Πατιφιστήσ]/pæsɪfɪst/
noun
1. Someone opposed to violence as a means of settling disputes
- synonym:
- pacifist ,
- pacificist ,
- disarmer
1. Κάποιος που αντιτίθεται στη βία ως μέσο επίλυσης των διαφορών
- συνώνυμο:
- ειρηνιστήσ ,
- ειρηνοπαθής ,
- αφοπλιστήσ
adjective
1. Opposed to war
- synonym:
- pacifist(a) ,
- pacifistic ,
- dovish
1. Αντίθετα με τον πόλεμο
- συνώνυμο:
- πασιφιστ(α) ,
- ειρηνιστικόσ ,
- καταδικάζω
Examples of using
I'm a pacifist.
Είμαι ειρηνιστής.
They give out their reactionary cosmopolitanism as "internationalism", they try to cover up their fight against peace and democracy by pacifist and pseudo-democratic phrases.
Δίνουν τον αντιδραστικό κοσμοπολιτισμό τους ως "διεθνισμό", προσπαθούν να καλύψουν τον αγώνα τους ενάντια στην ειρήνη και τη δημοκρατία.
I'm a pacifist.
Είμαι ειρηνιστής.