Translation meaning & definition of the word "pacifism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πασιφισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pacifism
[Πασιφισμός]/pæsɪfɪzəm/
noun
1. The doctrine that all violence is unjustifiable
- synonym:
- pacifism ,
- pacificism ,
- passivism
1. Το δόγμα ότι όλη η βία είναι αδικαιολόγητη
- συνώνυμο:
- ειρηνισμό ,
- ειρηνοποίηση ,
- παθητικοποίηση
2. The belief that all international disputes can be settled by arbitration
- synonym:
- pacifism ,
- pacificism
2. Η πεποίθηση ότι όλες οι διεθνείς διαφορές μπορούν να διευθετηθούν με διαιτησία
- συνώνυμο:
- ειρηνισμό ,
- ειρηνοποίηση