Translation meaning & definition of the word "pacific" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ειρηνικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pacific
[Ειρηνικός]/pəsɪfɪk/
noun
1. The largest ocean in the world
- synonym:
- Pacific ,
- Pacific Ocean
1. Ο μεγαλύτερος ωκεανός στον κόσμο
- συνώνυμο:
- Ειρηνικός ,
- Ειρηνικός Ωκεανός
adjective
1. Relating to or bordering the pacific ocean
- "Pacific islands"
- synonym:
- Pacific
1. Σχετικά με ή συνορεύουν με τον ειρηνικό ωκεανό
- "Νησιά του ειρηνικού"
- συνώνυμο:
- Ειρηνικός
2. Disposed to peace or of a peaceful nature
- "The pacific temper seeks to settle disputes on grounds of justice rather than by force"
- "A quiet and peaceable person"
- "In a peaceable and orderly manner"
- synonym:
- pacific ,
- peaceable
2. Είτε προσβληθείτε στην ειρήνη είτε σε ειρηνική φύση
- "Η ιδιοσυγκρασία του ειρηνικού επιδιώκει να επιλύσει τις διαφορές λόγω δικαιοσύνης και όχι με τη βία"
- "Ένας ήσυχος και ειρηνικός άνθρωπος"
- "Με ειρηνικό και τακτικό τρόπο"
- συνώνυμο:
- ειρηνικός ,
- ειρηνευτικόσ
3. Promoting peace
- "The result of this pacific policy was that no troops were called up"
- synonym:
- pacific
3. Προώθηση της ειρήνης
- "Το αποτέλεσμα αυτής της ειρηνικής πολιτικής ήταν ότι δεν κλήθηκαν στρατεύματα"
- συνώνυμο:
- ειρηνικός