Translation meaning & definition of the word "pacemaker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διαστημοποιός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Pacemaker
[Αγελαδινός]/pesmekər/
noun
1. A leading instance in its field
- "The new policy will be a pacesetter in community relations"
- synonym:
- pacesetter ,
- pacemaker
1. Μια ηγετική περίπτωση στον τομέα της
- "Η νέα πολιτική θα είναι ένας προσανατολισμός στις κοινοτικές σχέσεις"
- συνώνυμο:
- περιπατητήσ ,
- βηματοδότησ
2. A specialized bit of heart tissue that controls the heartbeat
- synonym:
- pacemaker ,
- cardiac pacemaker ,
- sinoatrial node ,
- SA node
2. Ένα εξειδικευμένο κομμάτι του καρδιακού ιστού που ελέγχει τον καρδιακό παλμό
- συνώνυμο:
- βηματοδότησ ,
- καρδιακός βηματοδότης ,
- κινοαμερικανικός κόμβος ,
- κόμβος ΣΑ
3. An implanted electronic device that takes over the function of the natural cardiac pacemaker
- synonym:
- pacemaker ,
- artificial pacemaker
3. Μια εμφυτευμένη ηλεκτρονική συσκευή που αναλαμβάνει τη λειτουργία του φυσικού καρδιακού βηματοδότη
- συνώνυμο:
- βηματοδότησ ,
- τεχνητός βηματοδότης
4. A horse used to set the pace in racing
- synonym:
- pacer ,
- pacemaker ,
- pacesetter
4. Ένα άλογο συνήθιζε να βάζει το ρυθμό στους αγώνες
- συνώνυμο:
- πιπίλα ,
- βηματοδότησ ,
- περιπατητήσ
Examples of using
I've got a pacemaker.
Έχω έναν βηματοδότη.