Translation meaning & definition of the word "oyster" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κόιστερ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Oyster
[Στρείδι]/ɔɪstər/
noun
1. Marine mollusks having a rough irregular shell
- Found on the sea bed mostly in coastal waters
- synonym:
- oyster
1. Θαλάσσια μαλάκια με τραχύ ακανόνιστο κέλυφος
- Βρίσκεται στην θάλασσα κυρίως στα παράκτια ύδατα
- συνώνυμο:
- στρείδι
2. Edible body of any of numerous oysters
- synonym:
- huitre ,
- oyster
2. Βρώσιμο σώμα οποιουδήποτε από τα πολυάριθμα στρείδια
- συνώνυμο:
- χιτώνα ,
- στρείδι
3. A small muscle on each side of the back of a fowl
- synonym:
- oyster
3. Ένας μικρός μυς σε κάθε πλευρά του πίσω μέρους ενός πτηνού
- συνώνυμο:
- στρείδι
verb
1. Gather oysters, dig oysters
- synonym:
- oyster
1. Συγκεντρώστε στρείδια, σκάψτε στρείδια
- συνώνυμο:
- στρείδι