Translation meaning & definition of the word "oxygen" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οξυγόνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Oxygen
[Οξυγόνο]/ɑksəʤən/
noun
1. A nonmetallic bivalent element that is normally a colorless odorless tasteless nonflammable diatomic gas
- Constitutes 21 percent of the atmosphere by volume
- The most abundant element in the earth's crust
- synonym:
- oxygen ,
- O ,
- atomic number 8
1. Ένα μη μεταλλικό δισθενές στοιχείο που είναι συνήθως άχρωμο άοσμο μη εύφλεκτο διατομικό αέριο
- Αποτελεί το 21 τοις εκατό της ατμόσφαιρας κατ' όγκο
- Το πιο άφθονο στοιχείο στο φλοιό της γης
- συνώνυμο:
- οξυγόνο ,
- Ο ,
- ατομικός αριθμός 8
Examples of using
The atmosphere mostly consists of nitrogen and oxygen.
Η ατμόσφαιρα αποτελείται κυρίως από άζωτο και οξυγόνο.
The high percentage of oxygen allows insects to grow to frightful sizes.
Το υψηλό ποσοστό οξυγόνου επιτρέπει στα έντομα να αναπτυχθούν σε τρομακτικά μεγέθη.
The high percentage of oxygen makes humans feel energized and alive.
Το υψηλό ποσοστό οξυγόνου κάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται ενεργοποιημένοι και ζωντανοί.