Translation meaning & definition of the word "ox" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οξ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ox
[Οξ]/ɑks/
noun
1. An adult castrated bull of the genus bos
- Especially bos taurus
- synonym:
- ox
1. Ένας ευνουχισμένος ταύρος του γένους μπος
- Ειδικά ο μπος ταύρος
- συνώνυμο:
- βόδι
2. Any of various wild bovines especially of the genera bos or closely related bibos
- synonym:
- ox ,
- wild ox
2. Οποιοδήποτε από τα διάφορα άγρια βοοειδή ειδικά των γενών ή στενά συνδεδεμένη μπίμπος
- συνώνυμο:
- βόδι ,
- άγριο βόδι
Examples of using
An old ox makes straight furrows
Ένα παλιό βόδι κάνει ίσια αυλάκια
Strong as an ox.
Δυνατός σαν βόδι.
From the old ox, the young one learns to plow.
Από το παλιό βόδι, ο νεαρός μαθαίνει να οργώνει.