Translation meaning & definition of the word "owner" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ιδιοκτήτης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Owner
[Ιδιοκτήτης]/oʊnər/
noun
1. (law) someone who owns (is legal possessor of) a business
- "He is the owner of a chain of restaurants"
- synonym:
- owner ,
- proprietor
1. (-) κάποιος που κατέχει (είναι νόμιμος κάτοχος ) μιας επιχείρησης
- "Είναι ο ιδιοκτήτης μιας αλυσίδας εστιατορίων"
- συνώνυμο:
- ιδιοκτήτης ,
- ιδιοκτήτησ
2. A person who owns something
- "They are searching for the owner of the car"
- "Who is the owner of that friendly smile?"
- synonym:
- owner ,
- possessor
2. Ένας άνθρωπος που έχει κάτι
- "Αναζητούν τον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου"
- "Ποιος είναι ο ιδιοκτήτης αυτού του φιλικού χαμόγελου?"
- συνώνυμο:
- ιδιοκτήτης ,
- κάτοχος
Examples of using
Tom had to pay damages to the owner of the car.
Ο Τομ έπρεπε να πληρώσει ζημιές στον ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου.
I know the owner.
Γνωρίζω τον ιδιοκτήτη.
"I cannot claw my owner", said the cat.
"Δεν μπορώ να νύχι τον ιδιοκτήτη μου", είπε η γάτα.