Translation meaning & definition of the word "owe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παιδί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Owe
[Οουέι]/oʊ/
verb
1. Be obliged to pay or repay
- synonym:
- owe
1. Υποχρεούται να πληρώσει ή να επιστρέψει
- συνώνυμο:
- οφείλω
2. Be indebted to, in an abstract or intellectual sense
- "This new theory owes much to einstein's relativity theory"
- synonym:
- owe
2. Να είστε υπόχρεοι, με αφηρημένη ή πνευματική έννοια
- "Αυτή η νέα θεωρία οφείλει πολλά στη θεωρία της σχετικότητας του αϊνστάιν"
- συνώνυμο:
- οφείλω
3. Be in debt
- "She owes me $200"
- "I still owe for the car"
- "The thesis owes much to his adviser"
- synonym:
- owe
3. Είμαι χρεωμένος
- "Μου χρωστάει $200"
- "Οφείλω ακόμα το αυτοκίνητο"
- "Η διατριβή οφείλει πολλά στον σύμβουλό του"
- συνώνυμο:
- οφείλω
Examples of using
I owe you nothing!
Δεν σου χρωστάω τίποτα!
I owe you all nothing!
Δεν σου χρωστάω τίποτα!
"Hey, you!" "Yes?" "See this piece of shit here?" "Yes." "Do I owe him money?" "Yes!" "...Screw you!" "Yes..."
"Γεια σου!" "Ναι?" "Δείτε αυτό το σκατά εδώ?" "Ναι." "Του χρωστάω χρήματα?" "Ναι!" "...Σε βιδώσαμε!" "Ναι..."