Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "overwork" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπερεργασία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Overwork

[Υπερβολική εργασία]
/oʊvərwərk/

noun

1. The act of working too much or too long

  • "He became ill from overwork"
    synonym:
  • overwork
  • ,
  • overworking

1. Η πράξη της εργασίας πάρα πολύ ή πάρα πολύ

  • "Αρρώστησε από υπερβολική εργασία"
    συνώνυμο:
  • υπερβολική εργασία

verb

1. Use too much

  • "This play has been overworked"
    synonym:
  • overwork

1. Χρησιμοποιήστε πάρα πολύ

  • "Αυτό το παιχνίδι έχει υπερβολική εργασία"
    συνώνυμο:
  • υπερβολική εργασία

2. Work excessively hard

  • "He is exploiting the students"
    synonym:
  • overwork
  • ,
  • exploit

2. Δουλεύω υπερβολικά σκληρά

  • "Εκμεταλλεύεται τους μαθητές"
    συνώνυμο:
  • υπερβολική εργασία
  • ,
  • εκμεταλλεύομαι

Examples of using

She was worn out from overwork.
Είχε φθαρεί από την υπερβολική εργασία.
As a consequence of overwork, he became ill.
Ως συνέπεια της υπερβολικής εργασίας, αρρώστησε.
He is tired from overwork.
Είναι κουρασμένος από την υπερβολική εργασία.