Translation meaning & definition of the word "overview" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επισκόπηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Overview
[Επισκόπηση]/oʊvərvju/
noun
1. A general summary of a subject
- "The treasurer gave a brief overview of the financial consequences"
- synonym:
- overview
1. Γενική περίληψη ενός θέματος
- "Ο ταμίας έδωσε μια σύντομη επισκόπηση των οικονομικών συνεπειών"
- συνώνυμο:
- επισκόπηση