Translation meaning & definition of the word "overturn" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Overturn
[Ανατροπή]/oʊvərtərn/
noun
1. The act of upsetting something
- "He was badly bruised by the upset of his sled at a high speed"
- synonym:
- upset ,
- overturn ,
- turnover
1. Η πράξη της αναστάτωσης κάτι
- "Ήταν πολύ μελανιασμένος από την αναστάτωση του έλκηθρου του με μεγάλη ταχύτητα"
- συνώνυμο:
- αναστατωμένος ,
- ανατρέπω ,
- κύκλος εργασιών
2. An improbable and unexpected victory
- "The biggest upset since david beat goliath"
- synonym:
- overturn ,
- upset
2. Μια απίθανη και απρόσμενη νίκη
- "Η μεγαλύτερη αναστάτωση από τότε που ο δαβίδ νίκησε τον γολιάθ"
- συνώνυμο:
- ανατρέπω ,
- αναστατωμένος
verb
1. Turn from an upright or normal position
- "The big vase overturned"
- "The canoe tumped over"
- synonym:
- overturn ,
- turn over ,
- tip over ,
- tump over
1. Στροφή από όρθια ή κανονική θέση
- "Το μεγάλο βάζο ανατράπηκε"
- "Το κανό πέταξε"
- συνώνυμο:
- ανατρέπω ,
- αναποδογυρίζω ,
- πετώ πάνω
2. Cause to overturn from an upright or normal position
- "The cat knocked over the flower vase"
- "The clumsy customer turned over the vase"
- "He tumped over his beer"
- synonym:
- overturn ,
- tip over ,
- turn over ,
- upset ,
- knock over ,
- bowl over ,
- tump over
2. Αιτία για να ανατραπεί από μια όρθια ή κανονική θέση
- "Η γάτα χτύπησε πάνω από το βάζο λουλουδιών"
- "Ο αδέξιος πελάτης γύρισε το βάζο"
- "Πέφτει πάνω από την μπύρα του"
- συνώνυμο:
- ανατρέπω ,
- αναποδογυρίζω ,
- αναστατωμένος ,
- παραπαίω ,
- περνάω από το μπολ ,
- πετώ πάνω
3. Rule against
- "The republicans were overruled when the house voted on the bill"
- synonym:
- overrule ,
- overturn ,
- override ,
- overthrow ,
- reverse
3. Κυβερνώ κατά
- "Οι ρεπουμπλικάνοι υπερκαλύφθηκαν όταν το σώμα ψήφισε το νομοσχέδιο"
- συνώνυμο:
- υπερκείμενοσ ,
- ανατρέπω ,
- παρακάμπτω ,
- ανατροπή ,
- αντίστροφη
4. Cause the downfall of
- Of rulers
- "The czar was overthrown"
- "Subvert the ruling class"
- synonym:
- overthrow ,
- subvert ,
- overturn ,
- bring down
4. Προκαλώντας την πτώση του
- Από ηγέτες
- "Ο τσάρος ανατράπηκε"
- "Ανατρέψτε την άρχουσα τάξη"
- συνώνυμο:
- ανατροπή ,
- υποτάσσω ,
- ανατρέπω ,
- κατεβάζω
5. Cancel officially
- "He revoked the ban on smoking"
- "Lift an embargo"
- "Vacate a death sentence"
- synonym:
- revoke ,
- annul ,
- lift ,
- countermand ,
- reverse ,
- repeal ,
- overturn ,
- rescind ,
- vacate
5. Ακυρώστε επίσημα
- "Ανακάλεσε την απαγόρευση του καπνίσματος"
- "Ανεβάστε ένα εμπάργκο"
- "Εξασθενίστε μια θανατική ποινή"
- συνώνυμο:
- ανακαλώ ,
- ακυρώνω ,
- ανυψωτήρας ,
- συμβουλευτική ,
- αντίστροφη ,
- κατάργηση ,
- ανατρέπω ,
- εκκενώνω
6. Change radically
- "E-mail revolutionized communication in academe"
- synonym:
- revolutionize ,
- revolutionise ,
- overturn
6. Αλλάξτε ριζικά
- "Το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο έφερε επανάσταση στην επικοινωνία στην ακαδημία"
- συνώνυμο:
- επαναστατικοποίηση ,
- ανατρέπω