Translation meaning & definition of the word "overtime" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπερωρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Overtime
[Υπερφόρτωση]/oʊvərtaɪm/
noun
1. Work done in addition to regular working hours
- synonym:
- overtime
1. Εργασία που γίνεται εκτός από τις κανονικές ώρες εργασίας
- συνώνυμο:
- υπερωρίεσ
2. Playing time beyond regulation, to break a tie
- synonym:
- overtime ,
- extra time
2. Παίζοντας χρόνο πέρα από τη ρύθμιση, για να σπάσει μια γραβάτα
- συνώνυμο:
- υπερωρίεσ ,
- επιπλέον χρόνος
adverb
1. Beyond the regular time
- "She often has to work overtime"
- synonym:
- overtime
1. Πέρα από τον κανονικό χρόνο
- "Συχνά πρέπει να δουλεύει υπερωρίες"
- συνώνυμο:
- υπερωρίεσ
Examples of using
Tom worked overtime.
Ο Τομ δούλευε υπερωρίες.
My boss made me work overtime.
Το αφεντικό μου με έκανε να δουλεύω υπερωρίες.
The employees demurred at working overtime.
Οι εργαζόμενοι υποβιβάστηκαν στην υπερωρία εργασίας.