Translation meaning & definition of the word "overthrow" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπερβολή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Overthrow
[Υπερβολή]/oʊvərθroʊ/
noun
1. The termination of a ruler or institution (especially by force)
- synonym:
- overthrow
1. Ο τερματισμός ενός ηγεμόνα ή ενός ιδρύματος (ειδικά με τη βία)
- συνώνυμο:
- ανατροπή
2. The act of disturbing the mind or body
- "His carelessness could have caused an ecological upset"
- "She was unprepared for this sudden overthrow of their normal way of living"
- synonym:
- upset ,
- derangement ,
- overthrow
2. Η πράξη της ενόχλησης του μυαλού ή του σώματος
- "Η απροσεξία του θα μπορούσε να προκαλέσει οικολογική αναστάτωση"
- "Ήταν απροετοίμαστη για αυτή την ξαφνική ανατροπή του κανονικού τρόπου ζωής"
- συνώνυμο:
- αναστατωμένος ,
- διαταραχή ,
- ανατροπή
verb
1. Cause the downfall of
- Of rulers
- "The czar was overthrown"
- "Subvert the ruling class"
- synonym:
- overthrow ,
- subvert ,
- overturn ,
- bring down
1. Προκαλώντας την πτώση του
- Από ηγέτες
- "Ο τσάρος ανατράπηκε"
- "Ανατρέψτε την άρχουσα τάξη"
- συνώνυμο:
- ανατροπή ,
- υποτάσσω ,
- ανατρέπω ,
- κατεβάζω
2. Rule against
- "The republicans were overruled when the house voted on the bill"
- synonym:
- overrule ,
- overturn ,
- override ,
- overthrow ,
- reverse
2. Κυβερνώ κατά
- "Οι ρεπουμπλικάνοι υπερκαλύφθηκαν όταν το σώμα ψήφισε το νομοσχέδιο"
- συνώνυμο:
- υπερκείμενοσ ,
- ανατρέπω ,
- παρακάμπτω ,
- ανατροπή ,
- αντίστροφη