Translation meaning & definition of the word "overtake" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πάρτε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Overtake
[Υπερφορτώνω]/oʊvərtek/
verb
1. Catch up with and possibly overtake
- "The rolls royce caught us near the exit ramp"
- synonym:
- overtake ,
- catch ,
- catch up with
1. Προλάβετε και ενδεχομένως προσπεράστε
- "Οι ρόλοι ρόις μας έπιασαν κοντά στη ράμπα εξόδου"
- συνώνυμο:
- προσπερνώ ,
- αλιεύω ,
- προσεγγίζω
2. Travel past
- "The sports car passed all the trucks"
- synonym:
- pass ,
- overtake ,
- overhaul
2. Ταξιδεύω
- "Το σπορ αυτοκίνητο πέρασε όλα τα φορτηγά"
- συνώνυμο:
- περνώ ,
- προσπερνώ ,
- αναμόρφωση
3. Overcome, as with emotions or perceptual stimuli
- synonym:
- overwhelm ,
- overpower ,
- sweep over ,
- whelm ,
- overcome ,
- overtake
3. Ξεπεράστε, όπως με τα συναισθήματα ή τα αντιληπτικά ερεθίσματα
- συνώνυμο:
- κατακλύζω ,
- υπερβολή ,
- περιπλανώμαι ,
- αναβολή ,
- ξεπερνώ ,
- προσπερνώ
Examples of using
A cart with four horses is not able to overtake the human tongue.
Ένα κάρο με τέσσερα άλογα δεν είναι σε θέση να προσπεράσει την ανθρώπινη γλώσσα.
A cart with four horses is not able to overtake the human tongue.
Ένα κάρο με τέσσερα άλογα δεν είναι σε θέση να προσπεράσει την ανθρώπινη γλώσσα.
A cart with four horses is not able to overtake the human tongue.
Ένα κάρο με τέσσερα άλογα δεν είναι σε θέση να προσπεράσει την ανθρώπινη γλώσσα.