Translation meaning & definition of the word "oversupply" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπερπροσφορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Oversupply
[Υπερπροσφορά]/oʊvərsəplaɪ/
noun
1. The quality of being so overabundant that prices fall
- synonym:
- glut ,
- oversupply ,
- surfeit
1. Η ποιότητα του να είναι τόσο άφθονη που οι τιμές πέφτουν
- συνώνυμο:
- λαίμα ,
- υπερπροσφορά ,
- επιφυλάσσω
verb
1. Supply with an excess of
- "Flood the market with tennis shoes"
- "Glut the country with cheap imports from the orient"
- synonym:
- flood ,
- oversupply ,
- glut
1. Προμήθεια με υπερβολή
- "Πλημμυρίστε την αγορά με παπούτσια τένις"
- "Γαλακτώστε τη χώρα με φθηνές εισαγωγές από την ανατολή"
- συνώνυμο:
- πλημμύρα ,
- υπερπροσφορά ,
- λαίμα