Translation meaning & definition of the word "overspend" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπερβολή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Overspend
[Υπερτερώ]/oʊvərspɛnd/
verb
1. Spend more than available of (a budget)
- synonym:
- overspend
1. Ξοδέψτε περισσότερα από τα διαθέσιμα του προϋπολογισμού ()<tag1>
- συνώνυμο:
- υπερβολική δαπάνη
2. Spend at a high rate
- synonym:
- overspend
2. Ξοδεύετε σε υψηλό επιτόκιο
- συνώνυμο:
- υπερβολική δαπάνη