Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "overrun" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπερτροφή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Overrun

[Υπερβαίνω]
/oʊvərrən/

noun

1. Too much production or more than expected

    synonym:
  • overproduction
  • ,
  • overrun

1. Πάρα πολύ παραγωγή ή περισσότερο από το αναμενόμενο

    συνώνυμο:
  • υπερπαραγωγή
  • ,
  • υπερβολική

verb

1. Invade in great numbers

  • "The roaches infested our kitchen"
    synonym:
  • infest
  • ,
  • overrun

1. Εισβάλλω σε μεγάλους αριθμούς

  • "Οι κατσαρίδες μας προσβάλλουν την κουζίνα"
    συνώνυμο:
  • προσβάλλω
  • ,
  • υπερβολική

2. Occupy in large numbers or live on a host

  • "The kudzu plant infests much of the south and is spreading to the north"
    synonym:
  • invade
  • ,
  • overrun
  • ,
  • infest

2. Καταλάβετε σε μεγάλους αριθμούς ή ζήστε σε έναν οικοδεσπότη

  • "Το φυτό κουντζού μολύνει μεγάλο μέρος του νότου και εξαπλώνεται στο βορρά"
    συνώνυμο:
  • εισβάλλω
  • ,
  • υπερβολική
  • ,
  • προσβάλλω

3. Flow or run over (a limit or brim)

    synonym:
  • overflow
  • ,
  • overrun
  • ,
  • well over
  • ,
  • run over
  • ,
  • brim over

3. Ροή ή να τρέξει πάνω από το όριο (α ή το βρι)

    συνώνυμο:
  • υπερχείλιση
  • ,
  • υπερβολική
  • ,
  • πηγαίνω πάνω
  • ,
  • τρέχω
  • ,
  • περιπλανώμαι

4. Seize the position of and defeat

  • "The crusaders overran much of the holy land"
    synonym:
  • overrun

4. Αδράξτε τη θέση και την ήττα

  • "Οι σταυροφόροι υπερέβησαν μεγάλο μέρος των αγίων τόπων"
    συνώνυμο:
  • υπερβολική

5. Run beyond or past

  • "The plane overran the runway"
    synonym:
  • overrun

5. Τρέχει πέρα από ή πέρα από το παρελθόν

  • "Το αεροπλάνο πέρασε τον διάδρομο"
    συνώνυμο:
  • υπερβολική