Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "override" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παράκαμψη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Override

[Υπερισχύω]
/oʊvərraɪd/

noun

1. A manually operated device to correct the operation of an automatic device

    synonym:
  • override

1. Μια χειροκίνητη συσκευή για να διορθώσει τη λειτουργία μιας αυτόματης συσκευής

    συνώνυμο:
  • παρακάμπτω

2. The act of nullifying

  • Making null and void
  • Counteracting or overriding the effect or force of something
    synonym:
  • nullification
  • ,
  • override

2. Η πράξη της ακύρωσης

  • Κάνοντας άκυρο
  • Αντιμετώπιση ή υπέρβαση του αποτελέσματος ή της δύναμης κάποιου πράγματος
    συνώνυμο:
  • ακύρωση
  • ,
  • παρακάμπτω

verb

1. Rule against

  • "The republicans were overruled when the house voted on the bill"
    synonym:
  • overrule
  • ,
  • overturn
  • ,
  • override
  • ,
  • overthrow
  • ,
  • reverse

1. Κυβερνώ κατά

  • "Οι ρεπουμπλικάνοι υπερκαλύφθηκαν όταν το σώμα ψήφισε το νομοσχέδιο"
    συνώνυμο:
  • υπερκείμενοσ
  • ,
  • ανατρέπω
  • ,
  • παρακάμπτω
  • ,
  • ανατροπή
  • ,
  • αντίστροφη

2. Prevail over

  • "Health considerations override financial concerns"
    synonym:
  • override

2. Επικρατώ

  • "Οι προβληματισμοί υγείας υπερισχύουν των οικονομικών ανησυχιών"
    συνώνυμο:
  • παρακάμπτω

3. Counteract the normal operation of (an automatic gear shift in a vehicle)

    synonym:
  • override

3. Αντισταθμίστε την κανονική λειτουργία της (ανής αυτόματης μετατόπισης εργαλείων σε ένα όχημα)

    συνώνυμο:
  • παρακάμπτω

4. Ride (a horse) too hard

    synonym:
  • override

4. Ιππασία (α ιππόδρομος πολύ σκληρά

    συνώνυμο:
  • παρακάμπτω