Translation meaning & definition of the word "overrate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπερτιμημένη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Overrate
[Υπερβάλλω]/oʊvərret/
verb
1. Make too high an estimate of
- "He overestimated his own powers"
- synonym:
- overestimate ,
- overrate
1. Κάντε μια πολύ υψηλή εκτίμηση
- "Υπερεκτίμησε τις δικές του δυνάμεις"
- συνώνυμο:
- υπερεκτιμώ ,
- υπερβάλλω
Examples of using
You overrate people.
Υπερτιμάτε τους ανθρώπους.