Translation meaning & definition of the word "overnight" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "νύχτα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Overnight
[Διανυκτέρευση]/oʊvərnaɪt/
adjective
1. Lasting, open, or operating through the whole night
- "A nightlong vigil"
- "An all-night drugstore"
- "An overnight trip"
- synonym:
- nightlong ,
- all-night ,
- overnight
1. Διαρκεί, ανοίγει ή λειτουργεί όλη τη νύχτα
- "Νυχτερινή αγρυπνία"
- "Φαρμακείο όλη τη νύχτα"
- "Διανυκτέρευση ταξίδι"
- συνώνυμο:
- νυχτερινόσ ,
- όλη νύχτα ,
- διανυκτέρευση
adverb
1. During or for the length of one night
- "The fish marinates overnight"
- synonym:
- overnight
1. Κατά τη διάρκεια ή για το μήκος μιας νύχτας
- "Το ψάρι μαρινάρει μια μέρα στην άλλη"
- συνώνυμο:
- διανυκτέρευση
2. Happening in a short time or with great speed
- "These solutions cannot be found overnight!"
- synonym:
- overnight
2. Συμβαίνει σε σύντομο χρονικό διάστημα ή με μεγάλη ταχύτητα
- "Αυτές οι λύσεις δεν μπορούν να βρεθούν εν μία νυκτί!"
- συνώνυμο:
- διανυκτέρευση
Examples of using
We stopped at the lodge overnight.
Σταματήσαμε στο κατάλυμα όλη τη νύχτα.
Tom became famous overnight.
Ο Τομ έγινε διάσημος από τη μια μέρα στην άλλη.
We stayed overnight in Hakone.
Μείναμε μια νύχτα στο Χακόνε.