Translation meaning & definition of the word "overlay" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επικάλυψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Overlay
[Επικάλυψη]/oʊvərle/
noun
1. Protective covering consisting, for example, of a layer of boards applied to the studs and joists of a building to strengthen it and serve as a foundation for a weatherproof exterior
- synonym:
- sheathing ,
- overlay ,
- overlayer
1. Προστατευτικό κάλυμμα που αποτελείται, για παράδειγμα, από ένα στρώμα πινάκων που εφαρμόζεται στα καρφιά και στις δοκούς ενός κτιρίου
- συνώνυμο:
- επικάλυψη ,
- επικαλύπτω ,
- επικαλυπτόμενοσ
2. A layer of decorative material (such as gold leaf or wood veneer) applied over a surface
- synonym:
- overlay
2. Ένα στρώμα από διακοσμητικό υλικό (όπως φύλλο χρυσού ή ξύλινο καπλαμά που εφαρμόζεται πάνω σε μια επιφάνεια
- συνώνυμο:
- επικαλύπτω
verb
1. Put something on top of something else
- "Cover the meat with a lot of gravy"
- synonym:
- overlay ,
- cover
1. Βάλτε κάτι πάνω από κάτι άλλο
- "Καλύψτε το κρέας με πολλή σάλτσα"
- συνώνυμο:
- επικαλύπτω ,
- κάλυμμα
2. Kill by lying on
- "The sow overlay her piglets"
- synonym:
- overlie ,
- overlay
2. Σκοτώνω ξαπλώνοντας
- "Η χοιρομητέρα επικαλύπτει τα χοιρίδια της"
- συνώνυμο:
- επικάλυψη ,
- επικαλύπτω