Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "overlap" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επικάλυψη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Overlap

[Επικάλυψη]
/oʊvərlæp/

noun

1. A representation of common ground between theories or phenomena

  • "There was no overlap between their proposals"
    synonym:
  • overlap
  • ,
  • convergence
  • ,
  • intersection

1. Αναπαράσταση κοινού εδάφους μεταξύ θεωριών ή φαινομένων

  • "Δεν υπήρχε αλληλεπικάλυψη μεταξύ των προτάσεών τους"
    συνώνυμο:
  • επικάλυψη
  • ,
  • σύγκλιση
  • ,
  • διασταύρωση

2. The property of partial coincidence in time

    synonym:
  • overlap

2. Η ιδιότητα της μερικής σύμπτωσης εγκαίρως

    συνώνυμο:
  • επικάλυψη

3. A flap that lies over another part

  • "The lap of the shingles should be at least ten inches"
    synonym:
  • lap
  • ,
  • overlap

3. Ένα πτερύγιο που βρίσκεται πάνω από ένα άλλο μέρος

  • "Ο γύρος των ζωστήρων πρέπει να είναι τουλάχιστον δέκα ίντσες"
    συνώνυμο:
  • περιπλανώμαι
  • ,
  • επικάλυψη

verb

1. Coincide partially or wholly

  • "Our vacations overlap"
    synonym:
  • overlap

1. Συμπίπτουν μερικώς ή πλήρως

  • "Οι διακοπές μας επικαλύπτονται"
    συνώνυμο:
  • επικάλυψη

2. Extend over and cover a part of

  • "The roofs of the houses overlap in this crowded city"
    synonym:
  • overlap

2. Επεκτείνετε και καλύψτε ένα μέρος του

  • "Οι στέγες των σπιτιών επικαλύπτονται σε αυτή την πολυσύχναστη πόλη"
    συνώνυμο:
  • επικάλυψη

Examples of using

It's clear that our arguments don't overlap at all.
Είναι σαφές ότι τα επιχειρήματά μας δεν επικαλύπτονται καθόλου.