Translation meaning & definition of the word "overhaul" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επισκευή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Overhaul
[Επανεξέταση]/oʊvərhɔl/
noun
1. Periodic maintenance on a car or machine
- "It was time for an overhaul on the tractor"
- synonym:
- overhaul ,
- inspection and repair ,
- service
1. Περιοδική συντήρηση σε αυτοκίνητο ή μηχάνημα
- "Ήταν η ώρα για μια αναθεώρηση του τρακτέρ"
- συνώνυμο:
- αναμόρφωση ,
- επιθεώρηση και επισκευή ,
- υπηρεσία
2. The act of improving by renewing and restoring
- "They are pursuing a general program of renovation to the entire property"
- "A major overhal of the healthcare system was proposed"
- synonym:
- renovation ,
- redevelopment ,
- overhaul
2. Η πράξη της βελτίωσης με την ανανέωση και την αποκατάσταση
- "Επιδιώκουν ένα γενικό πρόγραμμα ανακαίνισης σε ολόκληρο το ακίνητο"
- "Προτάθηκε μια σημαντική υπερπροσφορά του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης"
- συνώνυμο:
- ανακαίνιση ,
- ανάπλαση ,
- αναμόρφωση
verb
1. Travel past
- "The sports car passed all the trucks"
- synonym:
- pass ,
- overtake ,
- overhaul
1. Ταξιδεύω
- "Το σπορ αυτοκίνητο πέρασε όλα τα φορτηγά"
- συνώνυμο:
- περνώ ,
- προσπερνώ ,
- αναμόρφωση
2. Make repairs, renovations, revisions or adjustments to
- "You should overhaul your car engine"
- "Overhaul the health care system"
- synonym:
- overhaul ,
- modernize ,
- modernise
2. Πραγματοποιήστε επισκευές, ανακαινίσεις, αναθεωρήσεις ή προσαρμογές σε
- "Θα πρέπει να αναθεωρήσετε τον κινητήρα του αυτοκινήτου σας"
- "Αναμόρφωση του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης"
- συνώνυμο:
- αναμόρφωση ,
- εκσυγχρονίζω