Translation meaning & definition of the word "overflowing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπερχείλιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Overflowing
[Υπερχείλιση]/oʊvərfloʊɪŋ/
adjective
1. Covered with water
- "The main deck was afloat (or awash)"
- "The monsoon left the whole place awash"
- "A flooded bathroom"
- "Inundated farmlands"
- "An overflowing tub"
- synonym:
- afloat(p) ,
- awash(p) ,
- flooded ,
- inundated ,
- overflowing
1. Καλυμμένο με νερό
- "Το κύριο κατάστρωμα ήταν στην επιφάνεια του ( αυσ)"
- "Ο μουσώνας άφησε ολόκληρο τον τόπο πλημμυρισμένο"
- "Πλημμυρισμένο μπάνιο"
- "Πλημμυρισμένες αγροτικές εκτάσεις"
- "Μπανιέρα υπερχείλισης"
- συνώνυμο:
- αφλοϊ() ,
- αυσ()<TAG1> ,
- πλημμυρισμένος ,
- πλημμυρισμένο ,
- υπερχείλιση